Οι Σαρακατσάνοι...

Οι Σαρακατσαναίοι ή Σαρακατσιάνοι ή Σαρακατσάνοι είναι πανάρχαιο ελληνικό φύλο, πιθανότατα δωρικής καταγωγής, όπως υποστηρίζουν πολλοί εθνογράφοι και μελετητές (Χατζημιχάλη, Φέρμορ, Χέγκ, Γρανίτσας, Γεωργακάς, Πουλιανός κ.α.). Οι «καταλαγαρότεροι Έλληνες» χαρακτηρίζονται από τον Γρανίτσα.  Ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι, που ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και στα χειμαδιά το χειμώνα. Κοιτίδα τους θεωρείται η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου με επίκεντρο τα Άγραφα, χώρος που λόγω της γεωφυσικής του  κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι’ αυτό  κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους. Από εκεί διασκορπίστηκαν στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα μετά το 1812 μ.Χ., λόγω των διώξεων του Αλή Πασά αλλά και για αναζήτηση βοσκοτόπων. Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι οι Σαρακατσάνοι παρουσιάζουν γενετική ομοιότητα με τους υπόλοιπους Έλληνες.

 

Η επικρατέστερη θεωρία για την ονομασία τους υποστηρίζει ότι αυτή προέρχεται από παραφθορά της σύνθετης λέξης Karakacan (Καρακατσάν), που τους προσέδωσαν οι Τούρκοι, αποτελούμενη από το kara (καρά) που σημαίνει “μαύρος, μαυροντυμένος” και το kacan (κατσάν) που σημαίνει “φυγάς, ανυπότακτος”. Οι Σαρακατσάνοι μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης φορούσαν μαύρη ενδυμασία ως ένδειξη πένθους, ενώ έσφαζαν τα λευκά πρόβατα και κρατούσαν μόνο τα μαύρα.

 

Η γλώσσα είναι η ελληνική με πελασγικές, δωρικές και ομηρικές ρίζες και με το βόρειο γλωσσικό ιδίωμα. Διατήρησαν αναλλοίωτα τα αρχαιοελληνικά στοιχεία που τους χαρακτήριζαν στα ήθη, τα έθιμα, τη λαϊκή τέχνη και τον τρόπο ζωής. Διακρινόταν σε τέσσερις κύριες ομάδες, τους Ηπειρώτες (Ήπειρος), τους Κασσανδρινούς (Μακεδονία), τους Μωραΐτες (Κ. Ελλάδα) και τους Πολίτες (Θράκη), αναλόγως κυρίως του τόπου διαμονής τους. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους κάποιοι αποκλείστηκαν στα Σκόπια (Σερμπιάνοι), από όπου αργότερα επαναπατρίστηκαν και στη Βουλγαρία (Βουλγαρνοί), όπου παρέμειναν διατηρώντας μέχρι σήμερα την ελληνική συνείδηση και γλώσσα.

 

Παλιότερα συγχεόταν με τους Βλάχους, λόγω της κοινής ενασχόλησης τους με την κτηνοτροφία και επειδή η λέξη βλάχος (με πεζό β) χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο. Η χρήση όμως μόνο της Ελληνικής γλώσσας, αποδεικνύει ότι οι Σαρακατσαναίοι είναι διαφορετικοί από τους Βλάχους (Βλάχοι ή Αρμάνοι ή Αρωμάνοι της Ελλάδας, γνωστοί και με άλλα ονόματα κατά περιοχές, όπως Κουτσόβλαχοι, Μπουρτζόβλαχοι, Αρβανιτόβλαχοι κ.α., ή βλαχόφωνοι Έλληνες κατά τους ίδιους) που μιλούσαν τα Βλάχικα. Επίσης διαφέραν από αυτούς στην ενδυμασία, στα ήθη και στα έθιμα, στον τρόπο ζωής και δεν έρχονταν σε επιμειξία μαζί τους.

Ο τρόπος ζωής ήταν οργανωμένος στο Τσελιγκάτο, όπου οι συγγενείς έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού για διευκόλυνση της εργασίας. Επικεφαλής ήταν ο τσέλιγκας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για όλα όσα είχαν σχέση με το τσελιγκάτο (ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος, τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.), ενώ παράλληλα είχε και κοινωνικό ρόλο στη στάνη, όπου μαζί με τους γεροντότερους συμβούλευαν τους νεότερους και έλυναν διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Στο τέλος κάθε εποχής και με βάση τη δύναμη της κάθε οικογένειας σε γιδοπρόβατα καθώς και την προσφορά εργασίας μέσα στα τσελιγκάτα γινόταν η κατανομή των εσόδων και εξόδων.

Το σπίτι (“κονάκι”), το κατασκεύαζαν οι γυναίκες και ήταν ένα καλύβι με σάλωμα, ορθού (κωνοειδές) ή πλάγιου τύπου. Ήταν φτιαγμένο από λεπτούς κορμούς δέντρων, τα λούρα. Το σχέδιο των καλυβιών χαραζόταν στο έδαφος. Στη συνέχεια στηνόταν ο σκελετός με κάθετα και οριζόντια λούρα. Ακολουθούσε η επένδυση του σκελετού με χόρτο ή φυλλώματα. Το κονάκι κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό, εσωτερικά ήταν ντυμένο με πολύχρωμες βελέντζες, είχε στο κέντρο την εστία (“βάτρα”) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους, όπου τοποθετούσαν ρούχα, είδη μαγειρικής κ.α., ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα. Τα κονάκια, δηλαδή το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη. 

Βασικές ημερομηνίες στη ζωή των Σαρακατσάνων ήταν οι γιορτές του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου, που σηματοδοτούσαν την έναρξη του θερινού και χειμερινού εξαμήνου αντίστοιχα, όταν και έπρεπε να ανέβουν από τα χειμαδιά στα “ξεκαλοκαιριά” και αντίστροφα. Αυτές τις ημερομηνίες έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου, έκλειναν τις συμφωνίες με τους τσομπαναραίους και τους σμίχτες και έβγαιναν στην “στράτα”, το ταξίδι του καραβανιού. Στράτα, βουνά, χειμαδιά είναι οι τρεις λέξεις που κλείνουν μέσα τους όλη τη ζωή των Σαρακατσάνων. 

Οι Σαρακατσάνοι ήταν πιστοί χριστιανοί και η τήρηση όλων των μυστηρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και η τιμή των νεκρών σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της, ήταν απαράβατοι κανόνες. Τιμούσαν τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης και εκτός του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και του Πάσχα, έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτές της Παναγίας, των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, του Άη Δημήτρη και του Άη Γιώργη, όπου έταζαν τα “γκουρμπάνια”, μια εκδήλωση με κύριο σκοπό την ευμενή επίδραση της θρησκείας. Η οικογένεια ήταν πατριαρχική, με αρχηγό τον άντρα. Ο στυλοβάτης της οικογένειας ήταν η γυναίκα, που αναλάμβανε όλες τις ευθύνες του σπιτιού. Στους γονείς υπήρχε απόλυτος σεβασμός. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά των μελών. Ο γάμος και η γέννηση των παιδιών αποτελούσε τους κυριότερους πόλους της Σαρακατσάνικης κοινωνίας.

 

Η γυναίκα ύφαινε μόνη της στον αργαλειό τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές. Μετά τον κούρο, το ξάσιμο του μαλλιού, το γνέσιμο, η ύφανση, το ράψιμο ήταν δικιά της δουλειά. Οι Σαρακατσαναίοι φορούσαν μόνο υφάσματα δικής τους κατασκευής. Τα διακοσμητικά σχέδια των Σαρακατσάνων είναι κατεξοχήν γεωμετρικά, έχουν άμεση σχέση με το περιβάλλον και τις δοξασίες τους αλλά και με το υλικό των προς διακόσμηση αντικειμένων όπως το μάλλινο και βαμβακερό υφαντό. Η χαρακτηριστική σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων στις φορεσιές, τα υπέροχα χρώματα και σχέδια, ο ολοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας του γάμου με θέματα αυστηρής  συμμετρίας ανάμεσα και γύρω από τις τέσσερις γωνίες του σταυρού είναι μερικά από τα στοιχεία της σαρακατσάνικης τέχνης. Στα ξυλόγλυπτα τους κυριαρχούν ο σταυρός, το φίδι και γεωμετρικά σχήματα.

Η επίσημη ανδρική φορεσιά ήταν η φουστανέλα, δηλαδή η κλέφτικη φορεσιά που διατήρησε τα αρχαιοελληνικά γνωρίσματα και διαμορφώθηκε ανάλογα με το χρόνο και τις ανάγκες. Αποτελούνταν από: 1) το κατασάρκι (μάλλινη φανέλα), 2) το άσπρο πουκάμισο, 3) τις πατούνες, που ήταν μάλλινες κάλτσες μέχρι τους αστραγάλους 4) το καλτσοβράκι, που ήταν μάλλινες άσπρες κάλτσες κεντημένες με μαύρα κατσέλια και κάλυπταν τους μηρούς και τις κνήμες μέχρι τους αστραγάλους 5) τη φουστανέλα, που φοριούνταν πάνω από το πουκάμισο, και αποτελούνταν από 400 λαγκιόλια (πτυχές ή δίπλες), 6) το μάλλινο ζωνάρι, πάνω από το οποίο φοριούνταν το δερμάτινο σιλάχι (σλιάφι), 7) το μάλλινο ή τσόχινο γιλέκο (τσιπκένι), 8) τη φλοκάτα, που ήταν μάλλινο μακρύ πανωφόρι, 9) το κάλυμμα κεφαλής, που μέχρι το 1920 ήταν ένα βυσσινί φέσι με φούντα τυλιγμένο με μαύρο μαντήλι (λαχούρι) ή το “στραγγάνι” (στρογγυλό μαύρο καπέλο) αργότερα, 10) τα τσαρούχια, που αντικαταστάθηκαν από χοντρά παπούτσια με χοντρές σόλες. Η καθημερινή φορεσιά αντί της φουστανέλας περιελάμβανε το σεγκούνι, που ήταν άσπρη, μάλλινη, υφαντή φουστανέλα, με λίγα λαγκιόλια. Αυτό ήταν ανοιχτό στο μπροστινό μέρος, το οποίο καλύπτονταν από μακρύ πουκάμισο. Το σεγκούνι πιανόταν στη μέση με κόπτσες ή ράβονταν στο τσαμαντάνι (είδος γιλέκου), το οποίο ήταν μαύρο και έφτανε μέχρι τη μέση. Το μπροστινό μέρος έκλεινε με κόπτσες στο ύψος της μέσης και στο στήθος είχε μπροστάρι που κούμπωνε. Ως πανωφόρι με το σεγκούνι φορούσαν τη γκουζόκα ή την κοντοκάπα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 σταμάτησαν να φορούν κάλτσες με το σεγκούνι και φόρεσαν το μποτούρι ή μπουτούρι (Πολίτες), που ήταν σχεδόν όμοιο με το αντίστοιχο θρακιώτικο παντελόνι ή σκούρο μπλε μάλλινο παντελόνι με σακάκι (Κασσανδρινοί). Τέλος, μετά το 1930, φόρεσαν την κιλότα με πλεκτά τσουράπια μέχρι το γόνατο.

Η γυναικεία φορεσιά διαφοροποιούνταν σε κάποια κομμάτια της, ανάλογα με την περιοχή και αποτελούνταν από: 1) το άσπρο μάλλινο κατασάρκι, 2) το βαμβακερό μακρύ πουκάμισο με κεντημένα μανίκια (φρούτα), 3) το τσαμαντάνι (Θράκη) ή το ζωστάρι (κορμί ή μπούστο) (Κεντρική Μακεδονία, Θεσσαλία, Αττική, Ήπειρος), που είναι είδος γιλέκου με κέντημα, 4) τη φούστα, που ήταν φτιαγμένη με λαγκιόλια, δηλαδή τριγωνικά κομμάτια ενωμένα το ένα δίπλα στο άλλο και ράβονταν στο τσαμαντάνι (Θράκη) ή αποτελούνταν από τρία παράλληλα ραμμένα υφαντά κομμάτια, που σουρώνονταν και ράβονταν στο ζωστάρι (Κεντρική Μακεδονία, Θεσσαλία, Αττική, Ήπειρος), 5) την μάλλινη κεντητή ποδιά, που πιανόταν από την μέση και έφτανε μέχρι το τελείωμα της φούστας ή την παναούλα (μικρότερη μάλλινη ποδιά που φορούσαν μερικές φορές στη Θράκη), 6) την τραχλιά, που φοριούνταν στο λαιμό για να καλύπτεται το άνοιγμα από το γιλέκο, 7) το μάλλινο πανωφόρι ή σεγκούνι ή γκουζόκι, που στην κασσανδρινή φορεσιά αργότερα αντικαταστάθηκε από την μπόλκα (είχε πέντε-έξι πιέτες στο πίσω μέρος και έφτανε λίγο κάτω από την μέση), 8) το κάλυμμα κεφαλής, που ήταν είτε ένα χοντρό μαντήλι, είτε ο μπόχος, ένα μάλλινο μαντήλι που σκέπαζε ένα σκούφο και διπλώνονταν τριγωνικά ρίχνοντας τις άκρες στην πλάτη, 9) τις μάλλινες πατούνες, που κάλυπταν τα πόδια μέχρι τον αστράγαλο και τις μάλλινες κάλτσες για τις κνήμες, 10) τα μάλλινα κεντητά μανίκια (χερώτια) για τα χέρια, 11) το ασημοζώναρο ή τον γκουμπέ στην μέση και τα φλουριά και τα κουστέκια στο στήθος, 12) τα τσαρούχια, που αντικαταστάθηκαν από χοντρά παπούτσια με χοντρές σόλες.

Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία. Τα τσελιγκάτα, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο, για να μάθει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική στα αγόρια (“παιδιά”), ώστε να μπορούν όταν μεγαλώσουν να διεκπεραιώνουν τις οικονομικές συναλλαγές τους. Τα μαθήματα πραγματοποιούνταν σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το “δασκαλοκάλυβο”. Επίσης εκπαίδευση παρείχαν και οι μεγαλύτεροι προς τους μικρότερους εφαρμόζοντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Τα κορίτσια δεν μάθαιναν γράμματα, παρά μόνο εκπαιδευόταν στις δουλειές του καλυβιού από τις μεγαλύτερες γυναίκες.

Τα τραγούδια (μοιρολόγια, της τάβλας, γαμήλια, γκουρμπανίσια κ.α.) λεγόταν χωρίς την συνοδεία μουσικών οργάνων και ήταν αντιφωνικά. Το μόνο μουσικό όργανο ήταν η φλογέρα. Τα υπόλοιπα όργανα υιοθετήθηκαν αργότερα. Οι χοροί είναι οι κλέφτικοι (κάτσα, κ’τσάδικος, σταυρωτός), που εκφράζουν την τόλμη και τη λεβεντιά των κλεφτών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και οι κοινωνικοί (καλτσάδικος ή στα τρία, διπλός χορός) για συγκεκριμένα κοινωνικά γεγονότα, που είναι αργοί και φανερώνουν αρχοντιά και υπερηφάνεια. Η κάτσα είναι κλέφτικος, ανδρικός χορός που συμβολίζει την ανυπότακτη ψυχή και περηφάνια των κλεφτών στους αγώνες κατά των κατακτητών. Χαρακτηρίζεται από ένα κάθισμα των χορευτών, που ονομάζεται “κάτσα”. Αποτελείται από ένα αργό και ένα γρήγορο μέρος. Το πρώτο είναι κυρίως τραγουδιστικό με πολύ αργά βήματα. Το δεύτερο είναι γρήγορο και τα βήματα είναι ζωηρά σε ρυθμό. Ο κ’τσάδικος είναι κλέφτικος, ανδρικός χορός με μέτρο. Έχει το αργό μέρος με περήφανα αργά βήματα και το γρήγορο με ζωηρά κουτσά (“κ’τσα”) βήματα που του προσδίδουν ένα πολύ λεβέντικο και περήφανο ύφος. Ο σταυρωτός είναι και αυτός κλέφτικος ανδρικός χορός με μέτρο. Χορεύεται από τέσσερα άτομα που σχηματίζουν σταυρό μεταξύ τους και τα βήματα είναι όμοια με της κάτσας. Συμβολίζει την αλληλεγγύη πού έδειχναν μεταξύ τους οι κλέφτες στον αγώνα για λευτεριά. 

Ο συρτός στα τρία είναι πανελλήνιος χορός που απαντάται και στους Σαρακατσάνους, ενώ υπάρχει και ο διπλός χορός, που χορεύεται από δύο σειρές χορευτών, με το πρώτο μέρος να είναι αργό και το δεύτερο να αποδίδεται όπως ο συρτός στα τρία. Από τις γυναίκες χορευόταν ο νυφιάτικος χορός, που χαρακτηριζόταν από σεμνότητα και λιτότητα. Αργότερα υιοθετήθηκαν και οι πανελλήνιοι χοροί, όπως ο συρτός και το τσάμικο.

Οι Σαρακατσαναίοι συνέβαλαν αποφασιστικά σε όλους τους Αγώνες του Έθνους. Στην Τουρκοκρατία κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Οι πιο γνωστοί Σαρακατσάνοι αγωνιστές των προεπαναστατικών και επαναστατικών χρόνων, ήταν ο Κατσαντώνης (Αντώνης Μακρυγιάννης) και ο αρχιστράτηγος της Ελληνικής Επανάστασης, Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο πρώτος είχε ανακηρυχτεί αρχηγός όλων των Κλεφτών και Αρματολών στη κλεφταρματολική σύναξη, που έγινε το καλοκαίρι του 1807 στην Αγία Μαύρα Λευκάδας με πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια και στην οποία συμμετείχαν οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Αναγνωσταράς, Κίτσος και Νότης Μπότσαρης, Φώτος Τζαβέλας, Δημήτρης Καραΐσκος, Γιάννης Μπουκουβάλας, Κώστας Λεπενιώτης, Χρήστος Περραιβός κ.α. Επίσης στο πάνθεον των Σαρακατσάνων ηρώων έχουν περάσει ο Γρηγόρης Λιακατάς, τα αδέρφια Αλεξάκης και Κώστας Συκάς ή Βλαχόπουλος, ο Βασίλης Δίπλας, ο Γιώργος Χασιώτης και ο Κώστας Λεπενιώτης (αδέλφια του Κατσαντώνη), ο Γιάννης Φαρμάκης, ο Γιώργος Τσόγκας, ο Αραπογιάννης κ.α. Αλλά, εκτός από τους γνωστούς Σαρακατσάνους ήρωες του 21, μεγάλη συμβολή είχαν και οι ανώνυμοι Σαρακατσάνοι. Γράφει η Αγγελική Χατζημιχάλη: «το μεγαλύτερο μερτικό των Σαρακατσαναίων, στον αγώνα του έθνους, ήταν η καθολικότερη ανώνυμη δράση τους. Όλα τ’ αρματολίκια και όλοι οι ηρωικοί οπλαρχηγοί, πολύ πριν την μεγάλη επανάσταση, εξουσιάσανε τα βουνά και μεγαλουργήσανε, γιατί είχαν τους Σαρακατσάνους, όχι μόνο αποκούμπι και οδηγούς στα λημέρια τους, αλλά και άγρυπνη οπισθοφυλακή, που προάσπιζε πάντα τις επιχειρήσεις». Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί, αγγελιοφόροι, τροφοδότες, σύνδεσμοι, μεταφορείς όπλων και συμμετείχαν ως ένοπλοι σε αυτά, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης κ.α. Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σαρακατσάνους.

Από το 1960 και μετά, οι Σαρακατσάνοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις πόλεις και τα χωριά. Σήμερα η ενσωμάτωση των Σαρακατσάνων στη σύγχρονη κοινωνία έχει ολοκληρωθεί. Η κάθοδος τους από τα βουνά στις πεδιάδες, η εγκατάλειψη της νομαδικής ζωής, η ενασχόληση τους με τα ελεύθερα επαγγέλματα, με τη γεωργία, με τις ιδιωτικές ή δημόσιες μισθωτές υπηρεσίες και η ανάδειξη τους στην επιστήμη, τις τέχνες, τα γράμματα και την πολιτική, έχουν μεταβάλλει τον τρόπο ζωής τους, αλλά δεν έχουν αλλάξει τις αρχές και τις αξίες τους. Η αγάπη για την πατρίδα και την οικογένεια παραμένουν οι βασικές αξίες των Σαρακατσάνων στις μέρες μας. Θεωρούνται αξιόπιστοι, αξιοπρεπείς, εργατικοί και αυτάρκεις, ενώ διακρίνονται για το μαχητικό τους πνεύμα, το σφρίγος και την αγωνιστικότητά τους.

 

Πηγές:

Ζυγογιάννης, Ν., 2018.  Σαρακατσάνοι. Η καταγωγή τους – Ακολουθώντας τα ίχνη τους. Διαθέσιμο από: https://faretra.info/2018/01/26/sarakatsanoi-katagogi-tous-akolouthontas-ta-ichni-tous-grafei-o-nikos-zigogiannis.

Κατσαρίκας, Ζ., 2018. Οι πρωτοέλληνες Σαρακατσάνοι. (e-book) Ξάνθη: Ανοικτή Βιβλιοθήκη.

Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων. http://www.sarakatsani-folk-museum.gr/

Τριανταφυλλίδης, Κ., 2016. Η Γενετική Καταγωγή των Ελλήνων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Κυριακίδη.

Τσαούσης, Β., 2006. Σαρακατσάνοι. Οι Σταυραετοί της Πίνδου. Σέρρες: Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων.

Τσουμάνης, Γ. Κ., 2017. Η καταγωγή των Σαρακατσαναίων. Διλλήματα και αντιπαραθέσεις. Πρακτικά Συνεδρίου από το 3ο Επιστημονικό Διεθνές Συνέδριο Σαρακατσαναίων που διεξήχθη στη Λαμία 4-6 Μαρτίου 2016. Φορέας διεξαγωγής: Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων. Ιωάννινα: ΠΟΣΣ.